- σαλαμούρα
- η(λ. ιταλ.)1. διάλυμα αλατιού σε νερό.2. αλμυρό φαγητό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαλαμούρα — και σαραμούρα, η, Ν 1. νερό που περιέχει μεγάλη ποσότητα αλατιού και χρησιμεύει για την διατήρηση ψαριών, καρπών και άλλων εδωδίμων, άλμη 2. μτφ. πολύ αλμυρό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. salamora] … Dictionary of Greek
διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… … Dictionary of Greek
άλμη — η (Α ἅλμη) (νεοελλ. και άρμη) 1. το θαλασσινό νερό, και ιδιαίτερα το νερό τής αλυκής, που έχει υποστεί μερική εξάτμιση 2. λεπτό στρώμα αλατιού που απομένει στο σώμα ή το έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού 3. νερό μέσα στο οποίο… … Dictionary of Greek
άρμη — και άλμη, η διάλυμα νερού με αλάτι, η σαλαμούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άρμη < άλμη, με φωνητική τροπή του λ προ συμφώνου στο αντίστοιχο υγρό ρ (πρβλ. ελπίδα < ερπίδα, αλμέγω > αρμέγω, αδελφός < αδερφός)] … Dictionary of Greek
αλατόνερο — το 1. διάλυση αλατιού σε νερό, σαλαμούρα 2. αλμυρό ή υφάλμυρο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + νερό] … Dictionary of Greek
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek
γάρος — ο (AM γάρος, ο, Μ και γάρος, το) 1. η άλμη, η σαλαμούρα μέσα στην οποία διατηρούνται ελιές, ψάρια, λαχανικά κ.λπ. 2. σάλτσα που γίνεται με μικρά ψάρια και αλάτι ή με αλατισμένα εντόσθια ψαριών, λάδι και λεμόνι νεοελλ. 1. φρ. «ο γάρος είναι τού… … Dictionary of Greek
ιχθυάλμη — η διάλυμα άλατος σε νερό για τη διατήρηση ψαριών, σαλαμούρα ή γαύρος … Dictionary of Greek
πεπερόγαρον — τὸ, Μ γάρος με πιπέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπερι + γάρον «άλμη, σαλαμούρα»] … Dictionary of Greek
υδράλμη — ἡ, Α η σαλαμούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ἅλμη] … Dictionary of Greek